- αβγατιστή
- η και -στης, ο [αβγατίζω]1. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο οι παίχτες αγωνίζονται στο άλμα αυξάνοντας διαδοχικά το μήκος και το ύψος τού εμποδίου2. άλλο παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίχτες ορίζουν με κλήρο κάποιον από την ομάδα να σκύβει, ενώ οι υπόλοιποι πηδούν πάνω από αυτόν, που αυξάνει τρεις φορές κατά λίγα εκατοστά το ύψος του και την απόσταση απ’ όπου γίνεται το άλμαόποιος αποτυγχάνει σκύβει αντί τού πρώτου κ.ο.κ.
Dictionary of Greek. 2013.