αβγατιστή

αβγατιστή
η και -στης, ο [αβγατίζω]
1. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο οι παίχτες αγωνίζονται στο άλμα αυξάνοντας διαδοχικά το μήκος και το ύψος τού εμποδίου
2. άλλο παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίχτες ορίζουν με κλήρο κάποιον από την ομάδα να σκύβει, ενώ οι υπόλοιποι πηδούν πάνω από αυτόν, που αυξάνει τρεις φορές κατά λίγα εκατοστά το ύψος του και την απόσταση απ’ όπου γίνεται το άλμα
όποιος αποτυγχάνει σκύβει αντί τού πρώτου κ.ο.κ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβγατιστός — ή, ό [αβγατίζω] 1. αυτός που μεγάλωσε, αυξήθηκε, συμπληρώθηκε ή συντελέστηκε με προσθήκη 2. το θηλ. ως ουσ. η αβγατιστή 3. το ουδ. ως ουσ. το αβγατιστό η αβγατιστή 4. «πήδημα αβγατιστό» οι αβγάτες* (βλ. αβγάτα2) …   Dictionary of Greek

  • αβγάτα — η [αβγατίζω] 1. αύξηση τού ποιμνίου με τη γέννηση νέων ζώων, αβγάτισμα 2. στον πληθ. οι αβγάτες το παιχνίδι αβγατιστή* …   Dictionary of Greek

  • αβγάτισμα — το [αβγατίζω] 1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός 2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα 3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα 4. το παιχνίδι αβγατιστή* …   Dictionary of Greek

  • αβδελλίτσα — η 1. μικρή βδέλλα 2. το παιχνίδι αβγατιστή* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”